2 εἴλησις, -εως, ἡ
• Alolema(s): εἵλ- Phryn.375, Poll.4.156, Gr.Nyss.Ep.25.6
I
ἡ βίαιος τοῦ ἀνέμου εἵ.Phryn.l.c., cf. EM α 295,
αἱ τοῦ πυρός καμπαὶ καὶ εἰλήσειςSch.A.R.1.438.
2 retorcimiento, curvatura
διπλοῦ ἱμάντος σκολιά τις εἴ.Suet.Lud.15,
ἡ εἴ. ἡ τῶν ἐντέρων ἐστὶ χορδήSch.Ar.Ra.339D.
3 astr. rotación de los cuerpos celestes, Poll.l.c.
II arq. bóveda o cúpula
τῆς εἱλήσεως τὸ σχῆμα τοῦ ὀρόφου ἐκ πλατέος εἰς ὀξὺν σφῆνα κατακλειούσηςGr.Nyss.Ep.25.6, cf. 11; cf. εἰλέω.